παρασυγγραφή

παρασυγγραφή
ἡ, Α
παράβαση ή παραβίαση συμβολαίου, απάτη με μερική ή ολική παραβίαση ή μη εκτέλεση ενός συμβολαίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + συγγραφή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρασυγγραφώ — έω, Α [παρασυγγραφή] παραβαίνω συμβόλαιο, εξαπατώ με παράβαση τών όρων συμβολαίου («οὐδὲν ἀδικεῑς ἡμᾱς, οὕς παραουγγεγράφηκας εἰς Ῥόδον κατογαγὼν τὼν ναῡν», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”